ηθική βλάβη

ηθική βλάβη
(Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (βασικό άρθρο 932), όταν υπάρχει αδικοπραξία, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, ο παθών μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για την τυχόν η.β. που υπέστη από το αδίκημα. Η χρηματική ικανοποίηση για την η.β. χαρακτηρίζεται από τον νόμο εύλογη και το ύψος της υπολογίζεται σύμφωνα με την κρίση του δικαστή. Κατά τη νομολογία λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες του αδικήματος, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών κατά περίπτωση, η έκταση και το είδος της βλάβης κλπ. Ως περιπτώσεις η.β. στο ίδιο άρθρο προβλέπονται ενδεικτικά: η προσβολή της υγείας, της τιμής, της άγνοιας ή η στέρηση της ελευθερίας. Ειδικά για την περίπτωση θανάτωσης προσώπου, προβλέπεται χρηματική ικανοποίηση για την οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα είδος η.β. Άλλη ειδική περίπτωση είναι η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας (Αστικός Κώδικας, άρθρο 57) και του δικαιώματος του ονόματος (βλ. λ. όνομα – άρθρο 58 Α.Κ.), όπου το δικαστήριο έπειτα από αίτηση του προσβεβλημένου μπορεί με απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση του παθόντα. Στη περίπτωση αυτή, η ικανοποίηση είναι πολύ ευρύτερη και συνίσταται: στην καταβολή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, με το οποίο θα αίρεται η κακή εντύπωση που δημιουργήθηκε εξαιτίας της προσβολής, ή και σε οτιδήποτε άλλο ενδείκνυται από τις περιστάσεις, όπως για παράδειγμα δημόσια συγγνώμη, ανάκληση της προσβολής πράξης κλπ. Εξαρτάται πάντα από την περίπτωση αν η αποκατάσταση της η.β. θα γίνει με ένα ή περισσότερα από τα προβλεπόμενα μέτρα. Οι αξιώσεις του προσώπου για την η.β. που υπέστη κατά οποιονδήποτε τρόπο δημιουργούν ενοχική αξίωση του προσβεβλημένου η οποία μπορεί να ζητηθεί από τα αστικά δικαστήρια ή από τα ποινικά με τη διαδικασία της πολιτικής αγωγής ενώπιόν τους όταν προέρχονται από ποινικό αδίκημα. Η αξίωση αυτή είναι προσωποπαγής, γι’ αυτό ούτε εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί με σύμβαση ή έχει εγερθεί η σχετική αγωγή. Έχει γίνει δεκτό ότι η.β. μπορούν να υποστούν τα άτομα τα οποία έχουν συνείδηση της προσβολής ή της ψυχικής οδύνης, για παράδειγμα, στη θανάτωση ενός προσώπου θεωρείται ότι έχουν υποστεί ψυχική οδύνη τα μέλη της οικογένειάς του, ανάλογα με τη στενότητα του δεσμού τους και την ψυχική ωριμότητα του καθενός. Ένα βρέφος και ένα διανοητικά ανάπηρο άτομο έχουν υποστεί μικρότερη ψυχική οδύνη ή και καθόλου. Τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υποστούν η.β., αν υπάρχει εναντίον τους αδίκημα που αφορά το κύρος ή τους επιδιωκόμενους σκοπούς τους, όπως είναι για παράδειγμα η εμπορική πίστη μιας εταιρείας ή η ιδεολογική ακτινοβολία ενός σωματείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… …   Dictionary of Greek

  • αδηλητηρίαστος — η, ο [δηλητηριάζω] 1. αυτός που δεν δηλητηριάστηκε, ο αφαρμάκωτος 2. που δεν έχει υποστεί ηθική βλάβη, ο ηθικά άφθαρτος …   Dictionary of Greek

  • αεικία — ἀεικία και αττ. αἰκία και ιων. ἀεικίη, η (Α) [ἀεικής] 1. ύβρις, προσβολή 2. (ηθική) βλάβη …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • αλώβητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έπαθε υλική ή ηθική βλάβη, ζημιά: Από την περιπέτειά της εκείνη βγήκε αλώβητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”